διεκπερώ

διεκπερώ
διεκπερώ (-άω) (Α) [εκπερώ]
1. διαπερνώ εντελώς, απ' άκρη σ' άκρη
2. αποβιβάζομαι, φθάνω
3. παραβλέπω, παρέρχομαι
4. (για δρόμο) διασχίζω, διέρχομαι
5. (για τροφή) διαχωρώ
6. φρ. «διεκπερᾱν βίον» — περνώ τη ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”